Κάπου εκεί είναι που πρέπει να πήρες την απόφαση να συνεχίσεις κάνοντας γύρους στο ίδιο σημείο άσχετα με το που θα πήγαιναν οι υπόλοιποι.
Βρισκόσουν ανάμεσα στο η επανάσταση τελικά δεν έγινε και στο η επανάσταση αύριο μπορεί να ξεκινήσει.
Η ζωή ανυπομονούσε στιμωγένη ανάμεσα σε ανιαρά επαναλαμβανόμενα πανεπιστημιακά φυλλάδια, μια δουλειά το πρωϊ οτιδήποτε για να βγαίνει το χαρτζηλίκι και το κλασσικό μπαράκι το βράδυ να ουρλιάζουν τα γκοθάδικα με σταυρουδάκια και κατάμαυρα ρούχα να σε οδηγούν στις χώρες των θαυμάτων.
Κι αμέσως μετά στο ρεμπετάδικο στην ιπποκράτους με κονιακάκι και λουκούμι ροζάτο σαν να μην σε νοιάζει ποια πατρίδα έχει η τρέλλα.
Ηξερες ν’ανακαλύπτεις τη ροκιά που βάραγε μέσα σου στο Θανάση που φώναζε καλέ μου άνθρωπε, στη ποικιλία με το ουζάκι, στη κέλτικη συλλογή που σου δώρισαν στα γενέθλια, στα ταξίδια του κυρ νίκου από μαραμπού και πούσι, στη θεατρική ομάδα των παιδιών που επεμεναν ότι κάποια μέρα θα βρουν ένα θεατράκι, στον απίστευτο κόσμο του φιλιπ ντικ, στη παρτίδα με το θάνατο του μπέργκμαν, στα κεφτεδάκια με φρέσκο δυόσμο της γιαγιας της κυριακές όλα ήταν καλτ γιατί εσύ τα ένοιωθες έτσι.
Ολα είχαν ευρεθεί μόλις χτες και τα υπόλοιπα θα τα βρίσκαμε αύριο. Εκείνη η δεδομένη στιγμή ήταν απλά μια ασταμάτητη ένταση που δεν ήξερες που να κατευθύνεις.
Τα πιστεύω και οι συνήθειες ήταν ξαμολυμένες ελεύθερες η ποτοαπαγόρευση είχε τελειώσει προ πολλού και τα ολισθήματα της σκέψης μάλλον δεν φαινόντουσαν πια να απασχολούνε κανένα.
Ενα συναίσθημα αχρησιμοποίητης ελευθερίας πλανιόταν παντού.
Οι πράξεις τα συναισθήματα οι ιδέες ήταν υπερβολικά μπόλικες. Μπορούσες άνετα να αγαπήσεις να μισήσεις να ονειρευτείς ότι σου καθόταν στο μυαλό και το ίδιο εύκολα να το διαγράφεις και να ξαμολιέσαι στο επόμενο δευτερόλεπτο σαν να ήταν αποκλειστικά δικό σου δικαίωμα να ορίζεις χωρο και το χρόνο.
Η τρέλλα ήταν ανεξέλεγκτη και γοητευτική. Η μουσική αυτή η μουσική με το ξέσπασμα της, τα περιοδικά, τα βιβλία που θέλαν να προλάβουν να μιλήσουν για όλα ήταν στιβαγμένα στο τραπέζι ανάμεσα σε μαγκιόρικα τσιγάρα, ζιπο αναπτήρες, και τράπουλες ταρο.
Στο ξενυχταδικο το πρωι ανάβανε οι φασμπιντεριανές συζητήσεις και για όλα έφταιγε το γκαζόν του αλμοδοβάρ. Τα ρεπλικαντ στο μπλειντ ρανερ αφήναν τα περιστέρια να πετάξουν μακριά στον ωρίωνα και οι μισονυσταγμένοι θαμώνες μπλεκόντουσαν με το πρωινό άνοιγμα της αγοράς. Το γουντστοκ δεν έφτανε πια είχε χαθεί ανάμεσα στις βαθείες τζούρες και ο μαης του 68 είχε πιάσει δουλειά στα καλογυαλισμένα γραφεία. Το τείχος θα γκρεμιζόταν με τους σκόρπιονς να σολάρουν και οι άνθρωποι με τα μαύρα μόλις είχαν αρχίσει να ράβουν τα κουστούμια τους.
Η ανίτα εκμπεργκ είχε πετάξει τις γόβες της μαμάς στη φοντάνα ντι τρεβι πριν κάτι δεκαετίες και η νέα εποχή ήθελε είκοσι χρόνια ακόμα να πάρει μπρος.
Υπηρχε ο καιρός να τρελλαθείς και ν’αγαπήσεις, να χωθείς μέσα στο ακατανόμαστο και να γίνεις ο ήρωας που θα περάσει πέρα από το λόφο των ονείρων
Χρόνια μετά αυτή η φλόγα φωλιάζει κρυμμένη καλά μέσα σου να μην την υποπτεύονται πια οι άλλοι , ακούς στη ζούλα τις ίδιες ροκιές, θυμάσαι εικόνες που παρεμβάλονται ανάμεσα σε αυτά που τελικά δεν έκανες και βλέπεις σπόρους να φυτρώνουν στη ξεραμένη γη και να ψάχνουν τα μυστικά που άφησες στη μέση....
Αναρωτιέσαι άραγε ποιό να ήταν το τελευταίο χαρτί που δεν ξεσκέπασες?
Αφιερωμένο στους παλιόφιλους που εκτός από τη μάνα τους κανείς δεν τους θυμάται σε εκείνο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού.
2 σχόλια:
Άπλά καταπληκτικό το κείμενο!
Για όλα φταίει μια συλλογή με παλιά κομμάτια που μου έκαναν δώρο και βρέθηκα ξαφνικά να ταξιδεύω στο χρόνο:)
Δημοσίευση σχολίου