Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2007

ΣΥΜΜΕΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΣΥΝΕΝΟΧΟΙ.

Δε θα μιλήσω για όποιον τα νήματα κινεί. Θα μιλήσω για εκείνους τους ανθρώπόυς που είδα γύρω μου, που βλέπω, που προσπάθησα να καταλάβω. Εκείνους που μίσησα κι εκείνους που αγάπησα.

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου θυμάμαι ανθρώπους να παραδίνονται άνευ όρων. Να επιλέγουν το εύκολο από το δύσκολο, να ικανοποιούνται με μια πρόχειρη ύπαρξη χωρίς ιδιαίτερες αναζητήσεις. Να φοβούνται να προχωρήσουν να απαιτήσουν σαν κάποιος να τους εκβίαζει συνέχεια. Ανθρωποι πνιγμένοι μέσα στα βάσανα και στη κακομοιριά εγκαταλελειμένοι αγνοημένοι από τη πολιτεία, να προσπαθούν να προφυλάξουν με σθένος το τίποτα που τους αναλογούσε ? Το τίποτα που είχαν.

Είδα εκείνους που έκαναν εχθρό ότι θα τους εμπόδιζε ίσως κάπου κάποτε να πάρουν ένα κομάτι απ τη πίτα της καλοπέρασης άσχετα αν σ’αυτή την αναμονή θα έχαναν όλη τη ζωή τους μάταια. Ηταν κι εκείνοι που κοιτάζαν πάντα καχύποπτα τη φωνή της αλήθειας και την προσπέρναγαν χωρίς πολύ σκέψη προτιμώντας να ξαπλώσουν ανακουφισμένοι σ’ενα ανώδυνο ψέμα. Εκείνοι που αναπτύσαν ένστικτα, όνειρα, επιθυμίες ίδιες μ’εκείνους που «τα είχαν» αντί να νοιώσουν αδέλφια που τους άλλους ίδιους μικρούς απλούς ανθρώπους, αντί να θέλουν να μετριάσουν τη δυστυχία σε μια αγκαλιά, μένοντας στο τέλος μόνοι με τους εφιάλτες τους και τη μαυρίλα της ψυχής τους.

Είδα εκείνους πους πρόδωσαν, έκλεψαν, ατίμασαν, πατρίδα και ανθρώπους για μια θεσούλα σ’αυτό το κόσμο. Περιφρονημένοι από τ’αφεντικά τους, αποξενωμένοι από τους συνανθρώπους, μείναν εκεί κρυμμένοι απ’τη ζωή σαν αρουραίοι στους υπόνομους να ανασαλεύουν την ύπαρξή τους μέσα από φτηνά ίχνη μια ψυχής που δεν άφησαν να γεννηθεί ποτέ.

Λίγοι ήταν εκείνοι, σπάνιοι, που δεν ταίριαξαν τελικά με κανέναν. Εκείνοι που γινόντουσαν ανα περίσταση επαναστάτες ή αιρετικοί, επικίνδυνοι ή γραφικοί.
Εκείνοι που προσπάθησαν να δώσουν χρώμα στο κόσμο και όραμα στα βασανισμένα κορμιά.


Το μεγαλύτερο μίσος, την απαξίωση, το φόβο, τη προδοσία την είδα όχι από την εξουσία. Η λυσσαλέα αντίδραση σε κάθε όραμα, σε κάθε ιδέα που ήθελε να δώσει ανάσα, ομορφιά αξία σ’αυτό το κόσμο, ήταν από τους απλοϊκούς καθημερινούς βασάνηδες . Εκείνους που ήταν οι αποδέκτες όλης της αδικίας και της σαπίλας. Ο γείτονας της διπλανής πόρτας, ο παπάς της γειτονίας, ο χωροφύλακας στη γωνία. Ο περιπτεράς, η γειτόνισσα που παραφύλαγε στο απέναντι μπαλκόνι, η γριούλα στο χωριό που σταυροκοπιότανε, ο αγρότης με τα ροζιασμένα χέρια, ο εργάτης με τα χαλασμένα πνευμόνια, αυτοί παλαίψανε με νύχια και με δόντια να σκοτώσουν ότι θα τους έδινε τη ζωή τους πίσω.

Αυτό που θα ψηφίσουμε τη Κυριακή και όσα έχουμε επιλέξει μέχρι σήμερα δεν είναι απλά η επιλογή μιας συγκεκριμένης παράταξης, είναι πρώτα απ’ολα ο αντικατοπτρισμός μιας ιδεολογίας ζωής. Μπορεί να γίνεται ένας πόλεμος για να αποδειχτεί με κάθε τρόπο ότι οι ιδεολογίες έχουν πεθάνει αλλά δεν υπάρχει κάτι πιο γελοίο.

Τι άλλο κάνει κάποιος ψηφίζοντας από το να επιλέγει αυτό που τον ενοχλεί λιγώτερο ή αυτό που μοιάζει περισσότερο στις εσωτερικές του απαιτήσεις? Ποιός είναι πολιτκά αμέτοχος σε μια ψηφοφορία?

ΚΑΝΕΙΣ.

Από το να θέλω να ανατρεψω το κόσμο ολόκληρο μέχρι του αδιαφορώ πλήρως τι θα συμβεί γύρω μου όλα είναι «πολιτική σκέψη».

Και το να μην θέλεις ν’αλλάξεις τίποτα πολιτική επιλογή είναι και αυτό επιβαρύνει εσένα και όλους τους άλλους.

Ας σταματήσει λοιπόν αυτό το καθημερινό παραμύθιασμα που ξεκινάει από τη φράση «τώρα πιά» και καταλήγει στο «εγώ δεν έχω ιδέα απ’αυτά τα πράγματα».

ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ.

Δεν υπάρχουν Πόντιοι Πιλάτοι σ’ενα πολιτικό σύστημα. Υπάρχει το πλήθος που φωνάζει το Χριστό ή το Βαραβά. Και σε μια εποχή όπου ο όχλος ήταν αμόρφωτος, φτωχός, παρορμητικός χωρίς να ξέρει ακριβώς τι κάνει υπήρχε η έννοια της συγχώρεσης για το τι ακριβώς επέλεγαν. Ηταν έρμαια μιας αυστηρής κάστας που την είχαν θεοποιήσει και την ακολουθούσαν σαν σκουλήκια.

Ομως σήμερα αυτή η έννοια δεν υπάρχει. Η κάστα υπάρχει αλλλά δεν είμαστε τόσο έρμαια όσο θέλουμε να παραστήσουμε. Γνωρίζουμε ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ τι κάνουμε και αν δεν ξέρουμε σίγουρα, υποπτευόμαστε οπωσδήποτε τις συνέπειες των επιλογών μας.
Και τις συνέπειες της αδιαφορίας μας, του ωχαδελφισμού μας τις ξέρουμε πολύ καλά.
Κι αν πάμε πάρα κάτω γνωρίζουμε καλά τι φοβόμαστε και τι λαχταράμε. Και δεν είναι απαραίτητο αυτό που λαχταράμε να είναι ωφέλιμο ή χρήσιμο για μια υγιειή εξέλιξη της κοινωνίας. Κι εκεί είναι το πρόβλημα. Ποοί και πόσοι αληθινά θέλουν ν’αλλάξουν και πόσοι γουστάρουν τελικά να πετάξουν τη ζωή τους στ’αχρηστα.

Η Κυριακή δεν θα δείξει ποιό κόμμα είναι ισχυρότερο. ΘΑ ΔΕΙΞΕΙ ΤΙ ΦΤΙΑΞΙΑΣ ΛΑΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΚΑΤΟΙΚΕΙ ΕΔΩ ΠΕΡΑ. Αν αύριο το πρωί η διαφθορά θα συνεχιστεί, η σαπίλα , το ψέμμα, η κοροιδία, η εκμετάλλευση, η αδικία, η αναλγησία, το ΑΙΣΧΟΣ, θα συνεχιστούν θα συμβεί γιατί από αυτό είμαστε φτιαγμένοι και ταιριάζει στα χνώτα μας. Γιατί όλα αυτά είμαστε τελικά εμείς.

ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΟΛΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΥΜΜΕΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΣΥΝΕΝΟΧΟΙ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ.

1 σχόλιο:

Andrew είπε...

Όντως ζούμε σε μια σάπια κοινωνία, αλλά αυτό που παρουσιάζετε είναι εντελώς τραγικό... πολύ πιο τραγικό απ' ό,τι θα 'πρεπε...