Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2007

ΗΤΑΝ 28 ΟΚΤΩΒΡΗ ΤΟΥ 1940...

Το παρακάτω κείμενο δεν είναι δικό μου όπως θα δείτε. Είναι αυτά που είπε ο πατέρας μου στα εγγόνια του για κείνη τη μέρα. Εγώ την ώρα που ταλεγε ταξίδευα κάπου εκεί στο ορεινό χωριό αλλά δεν μπορούσα όσο κι αν προσπάθησα να διανοηθώ τι σήμαιναν εκείνες οι στιγμές. Εμείς δεν έχουμε ζήσει πόλεμο και μόνο ελάχιστα μπορουμε να φανταστούμε εκείνο το ρίγος...

"Ηταν 28 Οκτώβρη. Ο πατέρας μου είχε ξυπνήσει πολύ πρωί γιατί ήταν ο μήνας της σποράς. Ολο το χωριό ήταν στο πόδι έτοιμη να πάνε στα χωράφια. Η μεγάλη μου αδελφή δε θα πήγαινει εκείνη τη μέρα στο σχολείο για να βοηθήσει το ίδιο κι ο μεγάλος μου αδελφός. Εγώ με τις δυό μικρές αδελφές ετοιμαζόμασταν για το σχολειό.

Η γιαγιά είχε φτιάξει το τραχανά και τον είχε σερβίρει να κρυώνει όσο ετοιμαζόμασταν. Φάγαμε κι εγώ πήρα τη σάκα μου κι ένα ξύλο. Η σάκα μου ήταν φτιαγμένη από τη μάνα μου στον αργαλειό και το ξύλο ήταν να το πάω στο σχολείο. Κάθε παιδί θα πήγαινε ένα ξύλο να τοχουμε για το χειμώνα όταν θα ανάβαμε τη φωτιά.

Εφυγα τρέχοντας να φτάσω στο σχολείο πρώτος για να πιάσω το χαρακωμένο καλόγερο το αγαπημένο μου παιχνίδι. Οποιος έφτανε πρώτος τον διεκδικούσε.
Οταν έφτασα βλεπω το δάσκαλό μου ναναι στη πόρτα και να κρατάει μια στίβα από χαρτιά. Τα μάτια του ήταν κλαμένα. Σκέφτηκα ότι κάποιος δικός του πέθανε. Τον ρώτησα "τι πάθατε κύριε?".

Αργύρη πρόσεξε πολύ καλά τι θα σου πω , μου είπε. Θα πάρεις αυτά τα χαρτιά και θα πας να τα κολλήσεις στη πόρτα του καφενείου, και μετά θα τρέξεις γρήγορα να χτυπήσεις τη καμπάνα του χωριού και θα φωνάζεις ΠΟΛΕΜΟΣ, ΠΟΛΕΜΟΣ ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ...
Να μαζέψεις και ταλλα παιδιά να τρέξετε στα χωράφια που είναι οι πατεράδες σας και σπέρνουν να γυρίσουν αμέσως στο χωριό

Μ' αγκάλιασε σφιχτά πρώτη φορά, έκλαιγε και μετά μου πε φύγε όσο πιο γρήγορα μπορείς.
Μάζεψα τα παιδιά πήγαμε πρώτα στο καφενείο βάλαμε τα χαρτιά στη πόρτα και μετά στην εκλησιά κι αρχίσαμε να χτυπάμε τη καμπάνα φωνάζοντας πόλεμος.
Οι γυναίκες αρχίσαν να βγαίνουν απ τα σπίτια. Μια αρχισε να μας φωνάζει "τι χτυπάτε τις καμπάνες βρε αχρόνιαγα δε ντρέπεστε?" ΠΟΛΕΜΟΣ φωνάξαμε εμείς και φύγαμε για τα χωράφια.

Ο κόσμος πίσω μας άρχισε να μαζεύεται στη πλατεία και μια φωνή άρχισε να φωνάζει από ένα χωνί " η Ιταλία μας κύρηξε το πόλεμο" Ολοι στα σπίτια είχαμε ένα χωνί που το χρειαζόμαστε στο μούστο και στο κρασί.
Τρέξαμε και πήραμε τα χωνιά από τα σπίτια κι αρχίσαμε να φωνάζουμε στα χωράφια στους πατεράδες. Γυρίστε στο χωριό ΠΟΛΕΜΟΣ. ΟΙ ΙΤΑΛΟΙ ΜΑΣ ΚΥΡΗΞΑΝ ΤΟ ΠΟΛΕΜΟ.
Για πρώτη φορά είδα όλους τους άντρες να αφήνουν στα χωράφια τα μουλάρια ζεμένα και να φεύγουν.

Οι σκηνές που έβλεπα μπροστά μου δεν μπορουν να περιγραφούν. Ο Γιάννης που χε παντρεφτεί ένα μήνα έφευγε κι η γυναίκα του είχε κρεμαστεί από το σακάκι. Κι εκείνος τράβηξε τα χέρια με δύναμη κι εκείνη έμεινε κάτω στο χώμα με το σακάκι αγκαλιά.
Ο Κώστας άλλαζε γρήγορα παπούτσια με το πατέρα του γιατί το πατέρα του ήταν παλιά και σκισμένα και τουλεγε πάρτα πατέρα εγώ θα βρω άρβυλα μη φοβάσαι.

Με μιας το χωριό έμεινε μισό. Μείναν πίσω μονο οι γερόντοι οι γυναίκες κι εμείς τα παιδιά.
Πήγαμε στα χωράφια να μαζέψουμε τ' αλέτρια και να φέρουμε τα μουλάρια πίσω στο χωριό. Το βράδυ ήρθε στο χωριό ένας χωροφύλακας και είπε πως όλα τα μουλάρια πρέπει να πάνε στο κεφαλοχώρι απέναντι εκεί είχε και ραδιόφωνο και θακουγαμε τα νέα.

Οταν φτάσαμε δείξαν ένα χάρτη πως θα φτάσουμε στο τρένο. Επρεπε να πάμε όλοι τα μουλάρια μας στο τρένο. Γιατί έπρεπε να τα στείλουμε όλα στο μέτωπο.
Εκεί άκουσα για πρώτη φορά στη ζωή μου τη λέξη μέτωπο...."

2 σχόλια:

johnniebegood είπε...

θα θυμαμαι παντα το πως μιλαγε η μανα μου για τα καρα που καθε μερα γυρνουσαν και μαζευαν τα πτωματα εκεινων που πεθαιναν απο την πεινα

Billoff είπε...

Τα σέβη μου στους "παλιούς"...
Τα αφιερώματα που έχετε κάνει αμφότεροι για την σημερινή ημέρα είναι απλα...SUPER.