Σήμερα είναι μια ξεχωριστή μέρα για μένα. Για να τη γιορτάσω λοιπόν θα ήθελα να κάνω μια μικρή εξομολόγηση, αυθόρμητη έτσι για να μοιραστώ μαζί σας μερικές σκέψεις .
Διαβάζω ένα βιβλίο, πολύ όμορφο που έχει κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Ανοιχτή Πόλη , «Ονειροπολήσεις ενός μυστικιστού ειδωλολάτρου» του Louis Menard.
Στο βιβλίο λοιπόν αυτό μεταξύ άλλων υπάρχει κι ένας «φανταστικός» διάλογος του Σωκράτη με τον Μίνωα και τις Ευμενίδες, όπου ο Σωκράτης έχει τη δυνατόητα να δει όλα αυτά που θα συμβούν (που συνέβησαν) στο μέλλον.
Ικετεύει τις Ευμενίδες να τον απαλλάξουν από αυτό το μαρτύριο. Το μαρτύριο που είδε τη συνέχεια της ιστορίας στην Ελλάδα και το κόσμο μετά το θάνατό του...
Καθώς διάβαζα το βιβλίο σταμάτησα και άρχισα να σκέφτομαι αυτό το μαρτύριο.
Μετά αναρωτήθηκα τι μένει αλήθεια σ’αυτό το τόπο. Που μπορεί ένας άνθρωπος που νοιώθει αυτό το μαρτύριο, να στραφεί, να βρει ένα αποκούμπι, μια πηγή ζωής, ένα φως μέσα στο απέραντο σκοτάδι.
Η απάντηση βγήκε αυθόρμητη χωρίς καμμιά αμφιβολία.
Σε όλα αυτά που θάψανε. Που σκότωσαν. Που αλλοίωσαν. Ναι το έχουν πει πολλοί.
Το φωνάζουν. Ομως οι φωνές τους δεν μπορούν να ακουστούν. Δεν θα το επιτρέψει κανείς να γίνει. Κι εγώ νοιώθω την ανάγκη να είμαι ένας ακόμα έλληνας που θέλει να το φωνάξει.
Γιατί η επαφή με τον πολιτισμό μας, με την αρχαία γνώση που αγνοήσαμε, με όλα εκείνο το ανθρώπινο θαύμα, αυτή η επαφή αρκεί ελάχιστα να γίνει και ξετυλίγεται μπροστά σου ένα ποτάμι, που κανείς δεν μπορεί να το σταματήσει, ούτε θα επιθυμήσεις να γυρίσεις ποτέ πίσω.
Για αυτό οι γνωρίζοντες ξέρουν ότι δεν πρέπει να υπάρξει «ούτε ελάχιστη επαφή μ’εκείνο το φως». Τα ξόρκια κρατούν καλά και δυνατά ακόμα.
Αν υπάρχει σήμερα ελεύθερη η αρχαία ελληνικη γραμματεία και κυκλοφορεί είναι γιατί οι σκοταδιστές έχουν βεβαιωθεί ότι οι άνθρωποι έχουν τόσο πολύ αλλοιωθεί, τυφλωθεί οριστικά που δεν υπάρχει πλέον φόβος για το κυνήγι των μαγισσών.
Πρέπει να είναι σκέτη ηδονή για όλους αυτούς τους απανθρώπους-υπανθρώπους, τους φονιάδες του ανθρώπινου πνεύματος, τους πολέμιους της ελευθερίας του ανθρώπου από τα δεσμά της μίζερης και άθλιας ζωής που του υπέδειξαν, να βλέπουν τα βιβλία να κυκλοφορούν έτσι χύμα παντού, να είναι γεμάτος ο τόπος και να έχουν πετύχει τόσο πολύ το έργο τους ώστε, αδιάφορα νεκρά μάτια να τα κοιτάνε χωρίς την ελάχιστη περιέργεια.
Πρέπει να είναι ηδονή γι΄αυτούς να βλέπουν έλληνες να χαρακτηρίζουν «γραφικούς και πεθαμένους» τους προγόνους τους.
Να βλέπουν ανθρωπάκια που πάνε κάθε μέρα στις εκκλήσίες και κάνουν μετάνοιες με τη μούρη στο πάτωμα να μην έχουν ανέβει πότε στον Παρθενώνα και το σπουδαιότερο να μην το επιθυμούν καν.
Πρέπει να είναι η απόλυτη ηδονή να βλέπουν τους κατοίκους αυτών των ιερών χωμάτων, ταπεινούς, δούλους, αποχαυνωμένους σε ένα συνεχές άσκοπο του βίου τους και σε μια συνεχή υπόκλιση προς τους τυράνους τους.
Να περιμένουν οι δυστυχισμένοι κάτοικοι χωρίς μνήμη, να γυριστεί σε ταινία ένα κόμικ που μιλάει για τους "τριακόσιους" για να αισθανθούν λιγάκι «ράμπο...»
2008. Καθόμαστε σε μια καφετέρια. Γύρω όλοι κουβεντιάζουν παθιασμένα για κάποιο Ζαχόπουλο.... Και κάποιους άλλους σε -οπουλος και μη. Σηκώνομαι, φεύγω. Θέλω να πάρω αέρα. Η χώρα μου βγάζει μπόχα. Υποφέρω. Θέλω να μπορούσα να κάνω τα παιδιά να συλλάβουν το ασύληπτο. Να ονειρευτουν μαζί μου. Ισως τότε να ξεβρωμίσει ο τόπος. Κάποια μέρα. .
Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου