Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2007

Ο ΑΖΩΡ ΚΙ Ο ΚΙΤΣΟΣ..

Το τρένο ετοιμαζόταν να ξεκινήσει. Χάζευα αφηρημένα από το παράθυρο. Η κυρία τρέχει αλαφιασμένη. Σκοντάφτει τσακίζεται. Σηκώνεται αμέσως αλλά δεν προλαβαίνει η πόρτα κλείνει. Κάνει μια τελευταία προσπάθεια χτυπάει το τζάμι. Τίποτα ..φεύγουμε. Κοιτάζει μ’ενα βλέμμα χαμένο.

Δίπλα μου δυο τρεις παρακολουθούν. Για λίγο, μετά γυρίζουν στο δικό τους κόσμο, νυσταγμένοι.
Ενας κόσμος μοιρασμένος στα δυό. Ενα κομμάτι τρέχει πανικόβλητο λες και κάποιος ακατανόμαστος δολοφόνος κυνηγάει τη ζωή τους. Κι άλλοι παραδομένοι στο μοιραίο που θαρθει έτσι κι αλλοιώς..

Κι η ελπίδα μπλεγμένη στα χείλη αυτοδιοριζόμενων φωστήρων.
Να κάνω ένα ευχέλαιο στο παπα Γιώργη να σωθεί η ψυχή μου.
Να ρωτήσω τη Στέλλα τη καφετζού αν θαχω καλή τύχη.
Να πιστέψω σ’εκείνο που μου τάξε πως όλα θα γίνουν.
Να δημιουργήσω θεούς για να κρατηθώ πάνω τους μη τυχόν και χρειαστεί ν’αποφασίσω μόνος μου.

Τις ταυτότητες στο στόμα να σ’αναγνωρίσουν στο μοίρασμα.
Κάπου ανάμεσα στο βιβλιάριο ασφάλισης και στο ΑΦΜσου ξετυλίγεται το γνώθι σαυτόν σου.

85χρονος συνελήφθη γιατί πριν χρόνια βίαζε ένα ενιάχρονο ανιψάκι.
9χρονος πήρε μια καραμπίνα και σκότωσε έναν 85χρονο
Κι οι δυο μαζί ήταν ήδη πεθαμένοι.

Η ζωή σου ένα βιαστικό τσαπατσούλικο ευχολόγιο.
Βαπτίζεται ο δούλος
Παντρεύεται ο δούλος
Απωλέσθη ο δούλος
Του εαυτού του..

Στη γειτονιά μου κυκλοφορεί ένας απίθανος αδέσποτος, ράτσας δικής του, τροφαντός και φαγανιάρης που έχει μάθει το σκοπό του χρόνια τώρα.
Συνοδεύει κάθε ανήμπορο στα φανάρια. Τυφλούς, γερόντους, παιδάκια. Το τελευταίο χρόνο όπου τον βρω μ’ακολουθεί μέχρι να μπω στη πόρτα του σπιτιού μου.
Στην αρχή ανησύχησα γιατί μάλλον δεν διέκρινα την αναπηρία μου...
Τουδωσα τ’ονομα αζώρ γιατί αισθανόμουν ότι δεν γούσταρε να το παίξω πολύ έξυπνη. Καλύτερα να είμαστε ειλικρινείς μουπε με το πρώτο βλέμμα.
Ο αζώρ έχει καταλάβει γιατί βρίσκεται εδώ και έχει βρει το τρόπο να εκτελεί τα καθήκοντά του άψογα.
Τα παιδιά με πειράζουν μόλις τον βλέπουν από μακριά.
Μάνα σύρμα έρχεται ο φύλακας άγγελος...

Κάποτε στο χωριό γνώρισα ένα γέροντα. Μου κανε εντύπωση που ήταν τόσο μερακλής και δεν άγγιζε κατσίκι. Δεν άντεξα τον ρώτησα.
«Μια φορά μικρός η κατσίκα μας γέννησε ένα γκρι κατσικάκι. Το πήρα δικό μου. Το μεγάλωσα. Τ΄ονόμασα Κίτσο. Ο Κίτσος ήταν ο καλύτερος φίλος μου. Μια μέρα τον έχασα. Μετά από δυο μέρες μου τον βάλαν στο τραπέζι να τον φάω.. Οι γονείς μου τον μασουλάγανε χωρίς τύψεις και θέλαν κι εγώ να φάω το φίλο μου. Από τότε κατάλαβα ότι σ’ετουτο δω το κόσμο που ήρθα δεν πρέπει να πιστέψω ποτέ κανένα κερατά...»

Δεν υπάρχουν σχόλια: