Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008

ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ...

Πριν πολλά χρόνια, ήμουν τότε 16-17 χρονών, βρισκόμουν στη Ρώμη. Είχα πάει σε μια γιορτή με άλλα παιδιά κι ένας μεγαλύτερος που είχε ενα σαραβαλάκι σκαραβαίο προσφέρθηκε να μας γυρίσει σπίτι. Τρελόπαιδα, γεμάτα κέφι στριμωχτήκαμε 6 άτομα στο σαράβαλο ξελιγωμένοι στα γέλια ότι κάναμε ένα μεγάλο κατόρθωμα κι αρχίσαμε να κυκλοφορούμε στους δρόμους της Ρώμης. 11 η ώρα τη νύχτα.
Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα που εμείς φυσικά δεν είχαμε δώσει καμμιά σημασία. Τότε στην Ιταλία υπήρχε το λεγόμενο coprifuoco μετά τις 7 το βράδυ. Δηλ.απαγόρευση κυκλοφορίας. Ηταν η εποχή που οι ερυθρές ταξιαρχίες είχαν πιάσει το Μόρο και η αστυνομία χτένιζε πιθαμή προς πιθαμή να βρει. Η εποχή που σε κάθε συλαλητήριο γινότανε της κακομοίρας. Την εποχή που υπήρχαν όχι ένας και δύο αλλά πολλοί νεκροί...

Μας σταματάνε σ΄ενα δρομάκι σκοτεινό ενα περιπολικό. Καθώς γονάτισα με τα χέρια πίσω από το κεφάλι μαζί με τους υπόλοιπους φίλους μου κι ενα αυτόματο καρφωμένο στο αυχένα, ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα ότι σ΄εκείνο το στενό αν με κομματιάζανε, με τρώγανε και πετάγανε τα υπολοίματα σ΄ενα υπόνομο δε θαπαιρνε χαμπάρι κανένας. Οτι εγώ απέναντι σ΄ενα αυτόματο καρφωμένο στο λαιμό, και με κάποιον που θα θεωρούσε ότι είμαι «σκουλίκι» κι όχι άνθρωπος, ήμουν χαμένη από χέρι. Σταθήκαμε τυχεροί. Οι πολιτσιότι κάναν τη δουλειά τους, ζητήσαν ταυτότητες, κάνανε εξακρίβωση και πήγαμε σπίτια μας. Θα μπορούσε όμως να ήταν τελείως διαφορετικά κι εγώ τώρα να μη γράφω εδώ.

Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί μπάτσοι. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί άνθρωποι. Υπάρχουν διαμορφωμένες συνειδήσεις. Ζούμε σ΄ενα κράτος που ακόμα μετράει τις πληγές του, απ΄αυτό που ονομάζουμε «φανατισμός». Κάθε σπίτι μετράει νεκρούς από τη μια και την άλλη μεριά. Γαλουχήθηκαν γενιές ολοκληρες θεωρώντας τους συμπατριώτες, μιάσματα, κουμούνια, φασίστες, πουλημένους ή απούλητους....
Κάθε σπίτι έχει να πει μια ιστορία για ένα παπού, για ενα πατέρα, για ένα αδελφό που έχασε τη ζωή του από τον «απάνεντι γείτονα».

Είδαμε κεφάλια να γυρίζουν καρφωμένα σε πασάλους, πολιτικές δολοφονίες να διαδέχονται η μια την άλλη, νησιά γεμάτα με χιλιάδες κόσμο, ξύλο να πέφτει σε κάθε γωνιά με κάθε ευκαιρία. Οι περισσότεροι από εμάς έχουν διαμορφώσει μια συνείδηση από τους προηγούμενους. Εχουμε μάθει ν΄αγαπάμε και να μισούμε σε συγκεκριμένη κατεύθυνση. Εχουμε μάθει ότι το τάδε είναι καλό και το τάδε κακό. Οπως οι φανατισμένοι θρησκόληπτοι που απ΄τη μια προσεύχονται κι απ την άλλη μπορούν να κάψουν ζωντανό κάθε αντίχρηστο.

Το χέρι που οπλίζει και βαράει δεν είναι απαραίτητα το χέρι ενός ανώμαλου σαδιστή. Μπορεί να είναι απλά το χέρι μιας συνείδησης διαμορφωμένης μ΄ενα συγκεκριμένο τρόπο. «Αυτά εκεί μπροστά σου είναι μια μάζα από κωλόπαιδα, αναρχοκουμούνια κι αύριο θα σκοτώσουν το δικό σου παιδί αν δεν προλάβεις». Η κι ακόμα περισσότερο είναι ένα τίποτα που μπορούμε να γλεντήσουμε επάνω μας. Κι η άλλη μεριά , η αντίπλη που βλέπει αυτό το οπλισμένο χέρι σαν ένα εγκληματία, σε κάποια άλλη στιγμή μπορεί να οπλίσει εκείνη τη σκανδάλη. Στα σπίτια τους αυτοί οι άνθρωποι, αγαπούν, ερωτεύονται, έχουν παιδιά, φίλους, πίνουν το κρασάκι λέγοντας κανα παλιό ρεμπέτικο, γελάνε με το τελευταίο ανέκοδοτο. Με τους «δικούς τους» Εκείνους που θεωρούν ότι είναι άνθρωποι. Οι άλλοι δεν είναι. Είναι απλά χαμούρια...

Οπως μια άλλη μερίδα που θρηνεί για το χαμένο παιδί, δεν θα θρηνούσε αν ήταν αλβανάκι, ή τσιγγανάκι, ή πακιστανάκι...Αυτοί που σήμερα κλαίνε σε μια άλλη περίπτωση που πάλι θα υπήρχε μια ζωή χαμένη θα τρίβαν τα χέρια με ευχαρίστηση. Αρκεί να ήταν από τους «αλλους». Κι όπως το πακιστανάκι γι΄αυτό ακριβώς το λογο μεθαύριο θα οπλιστεί με μια βόμβα στο στήθος και θα κάνει σμπαράλι την άλλη μεριά που τόσα χρόναι του πατάει στο λαιμό τη μπότα της. Οπως κι ο παρακάτω θα πάρει ένα κουμπούρι και θα πάει να κομματιάσει τον «τάδε» που θα του φάει τη πατρίδα. Ολα θέμα διαμορφωμένης πολιτικής συνείδησης. Κι εδώ είμαστε μια χώρα γεμάτη πάθη. Πάθη που μπόρεσαν να τα εκμεταλευτούν δεκαετίες τώρα οι κάθε είδους κυβρνήσεις για να κάνουν το παιχνίδι τους.

Είμαστε ένας λαός που αγαπάει πολύ και μισεί πολύ. Που είναι πολύ σκυλάς ή πολύ ροκάς. Που μπορεί ναχει δεκα ζώα μέσα στο σπίτι να τα ταίζει ή να ρίχνει λάδι και να ξεροψήνει τα ζωντανά. Που ανακαλύπτει το κινητό και αγοράζει δέκα μοντέλα μαζί. Που λέει θα φάω ένα μεζεδάκι και κατεβάζει μισό αρνί. Που κόβει τις φλέβες για μια γυναίκα και την άλλη στιγμή της βάζει βενζίκη και τη καίει ζωντανή γιατί «του την είπε».... Που μπορεί με τον ίδιο τρόπο να δώσει τη ζωή του για τη πατρίδα ή να αφαιρέση τη ζωή κάποιου άλλου για μια «παραγγελιά».

Χιλιάδες «μπατσόπουλα» έχουν γαλουχηθεί από πατεράδες, παπούδες που τους έμαθαν ότι ότι αντιστέκεται, ότι φωνάζει στην εξουσία, ότι διαμαρτύρεται είναι εχθρός της πατρίδας. Είναι παλιοκουμούνια, αντίχρηστα και προδότες. Οπως χιλιάδες «ανταρτόπουλα» μάθανε ότι όπου υπάρχει στολή υπάρχει ένα κάθαρμα, υπάρχει ένας εχθρός, ένας φασίστας που πρέπει να μην υπάρχει...

Το λαό μας δεν τον αφησε κανείς να πάει μπροστά. Να μορφωθεί, να απελευθερωθεί από τα αιώνια μίση, να ξεφύγει από το επίπεδο της βεντέτας και να προσπαθήσει να δει με υγειή μάτια τη πραγματικότητα. Να χτίσει απ΄την αρχή το τόπο του και να σκεφτεί ότι πάνω απ΄ολα είμαστε ΕΛΛΗΝΕΣ. Γιατί αυτοί που κυβερνούσαν μόνο έλληνες δεν ήταν. Δεν δώσαμε ιδανικά αγάπης και προόδου στα παιδιά μας. Δώσαμε τα «απωθημένα» μας που κι αυτά μας τα είχαν δώσει με τη σειρά τους οι πατεράδες μας.

Κι όμως η νεολαία αυτή η νεολαία εδώ επιθυμεί να ξεφύγει. Δε ξέρει τίποτα για αυτά τα εγκληματα. Αυτή η τελευταία νεολαία που πέτυχε ευτυχώς γι΄αυτήν, γενιά γονιών που είχαν κι αυτοί με τη σειρά τους σιχαθεί τα πάντα... Κι ασχολήθηκαν με άλλα, ξέχασαν, κοιμήθηκαν, γίναν ρουτινιάρηδες μεροκαματιάρηδες ή κυνηγοί δραχμοφονιάδες και δεν ασχολήθηκαν με γαλουχήσεις. Τα παιδιά αυτά είναι παιδιά γονιών «σε χειμερία νάρκη». Ευτυχώς.. Κι εδώ είναι το πρόβλημα. Αυτοί οι νέοι δεν συμορφώνονται με συγκεκριμένο τρόπο. Δεν ξέρεις από που να τους «πιάσεις». Κι έχουν ρίξει όλα τα απόβλητα επάνω τους για να τους «τρέξουν» από τη μια μεριά ή από την άλλη. Για να τους κρατήσουν αμόρφωτους. Για να τους γαργαλάνε τα κατώτερα ένστικτα, κι έτσι τη κατάλληλη στιγμή να μπορούν να τους οπλίζουν το χέρι κατά βούληση.

Δεν επιθυμούν μορφωμένους φοιτητές ή απαιτητικούς εργαζόμενους.Συνειδητοποιημένους πολίτες με αρχές και δικαιώματα.
Επιθυμούν αμόρφωτους καυλωμένους προς τυχαία κατεύθυνση. Αρκει να κάνουν ζημιά...

Η να τους καταντήσουν κάπως ώστε να μην μπορούν να σκέφτονται καθόλου. Πρεζάκηδες, ή τελειωμένους γιάπηδες, ή αποχαυνωμένους τηλεορασόπληκτους. Δύσκολο όμως. Εύχομαι να είναι ακατόρθωτο. Εύχομαι το πάθος, το μυαλό, η ευφυία σ΄αυτό το τόπο να ζωντανέψουν ξανά κι αυτή τη φορά προς τη σωστή κατεύθυνση. Είναι μεγάλος ο αγώνας γιατί η σαπίλα, η δυστυχία, οι κίνδυνοι είναι τόσοι πολλοί που μπορούν να σου ρίξουν στα πόδια σου ότι δόλωμα γουστάρουν....

Εσύ νεαρέ, νεαρή, σταμάτα τους απλά. Μην οπλίσεις πριν σκεφτείς. Οσοι και να σουχουν κάψει το μυαλό μην αφήσεις να στο κάψουν άλλο. Χέστους.

1 σχόλιο:

Billoff είπε...

Τα σέβη μου. Έγραψες Σαμάνα μας.