Τετάρτη 12 Μαρτίου 2008

ΚΑΘΡΕΦΤΗ ΚΑΘΡΕΦΤΑΚΟ ΜΟΥ....


Το αυτοκίνητο σταμάτησε δίπλα στο λεωφορείο. Ξεχώρισα ένα χέρι γεμάτο δαχτυλίδια που έπαιζε πάνω στο τιμόνι στο ρυθμό κάποιας μουσικής που δεν άκουγα. Μπορούσα να υποθέσω ένα ρυθμό. Τίποτα παραπάνω. Κοίταξα λίγο πιο πάνω. Στο λαιμό ένα κολιέ καλόγουστο, ακριβό. Ενα κεφάλι έσκυψε στο καθρεφτάκι. Το χέρι σταμάτησε το ρυθμό κι άρχισε να παίζει νευρικά με τις ρυτίδες γύρω απ΄τα μάτια. Λες και προσπαθούσε με μανία να τις σβήσει μέχρι να ρθει πράσινο...

50? 55? Κάπου εκεί. Η συνηθισμένη ηλικία του πέρασαν τα καλύτερα κι αυτά που θαρθουν θαναι λίγα... Δεν πρόφτασα.

Ενά δαχτυλίδι, ένα κολιέ καλόγουστο, ένα γερό αμάξι, ένας ρυθμός ανέμελος, μια φωλιά καλά φυλαγμένη από τη βρώμα του διπλανού λεωφορείου θάπρεπε νάναι αρκετά για να ξαπλώσει στο κάθισμα ήρεμα.. Φτώχειες, βάσανα, έννοιες, ταχε προσπεράσει όλα. Δεν την είχε σταματήσει κανένα φανάρι.

Και τώρα υπάρχουν εκείνα τα αντιπαθητικά ίχνη στο χαλαρωμένο δέρμα που τη δένουν φριχτά σ΄ενα ηλίθιο καθρεφτάκι. Κάθε μέρα, κάθε στιγμή, κάθε νύχτα..

"Τα πέτυχα όλα... γιατί αυτή η σάρκα επιμένει να μοιάζει όλο και περισσότερο στην κακομοιριά του λεωφορείου παραδίπλα..."

Δεν θέλει να φτάσει στο ραντεβού. Θέλει να γίνει ένα θαύμα στο άλλαγμα του φαναριού και να ξυπνήσει πάλι απ΄την αρχή σ΄ενα άλλο δρόμο. Να γράφει «οδός δαγκώματος» Να παρκάρει και να έρθουν επάνω της όλα εκείνα που δεν άφησε να τη καταβροχθήσουν όσο ήταν καιρός. Ολα εκείνα που νόμιζε ότι θα τα κάνει καλύτερα... αργότερα....

Θέλει να προφτάσει να φαγωθεί πριν γίνουν όλα ¨οπως πρέπει" . Να φαγωθεί την ώρα που υπάρχει ακόμα λαχτάρα, άρωμα, γεύση. Οσο τ΄αυλάκια είναι ακόμα για να τα πατάει όχι για να τα σβήνει.

Πράσινο. Το λεωφορείο τη στριγμωνει στη μπόχα του. Κορνάρουν. Ξύπνα. Εχεις να πας σε συγκεκριμένο μέρος κι άργησες....

Γυρνάω το βλέμμα μου στη κυρία που με σπρώχνει για να κατέβει στην επόμενη στάση.

Που είναι ? Χάθηκε.. Ηθελα να προφτάσω να της κάνω ένα νεύμα απ΄το τζάμι. Να φωνάξω ένα ευχαριστώ, ακόμα κι αν δεν καταλάβαινε το γιατί.

Ενα ευχαριστώ για τη γαλήνη που μου δωσε η κίνησή της. Οσες στιγμές κι αν ονόμασα απόγνωση καμμιά δεν ήταν τόσο θλιμμένη, τόσο άσχημη όσο εκείνο το βασανιστήριο που ένοιωθε εκείνη μπροστά στο μικρό καθρεφτάκι καθώς το ρωτούσε ασταμάτητα ...

Υπάρχουν μερικοί άνθρωποι τόσο σίγουροι, τόσο καλοβαλμένοι, τόσο καλά τοποθετημένοι στη φωλιά τους, τόσο κρυφά δυστυχισμένοι και φοβισμένοι , που όταν ανακαλύψεις το μυστικό τους έστω κι από μια τυχαία κίνηση , επαναπροσδιορίζεις αυτόματα ότι τελικά μαζί με τις ρυτίδες που κουβαλάς στη κούραση ενός στριμωγμένου λεωφορείου αντίθετα απ΄οτι φαίνεται, η ευτυχία σ΄εχει αγγίξει κι ας μην της φαίνεται, δεν την προσπέρασες, τη δάγκωσες και τώρα ο χρόνος είναι ένας φίλος που στη θυμίζει ανέμελα κάθε μέρα.

Είναι ένα μήλο η ζωή που πρέπει να δαγκώσεις ακόμα κι αν είναι να σου βγει σε κακό..έτσι για να γίνει φίλος σου ο χρόνος...

4 σχόλια:

johnniebegood είπε...

μια ρυτιδα μπορει να κουβαλαει βιωματα, ή ενα στρωμα σοβα.

οι βιωματικες ρυτιδες ανηκουν σε ζωντανους ανθρωπους.

οι σοβατισμενες ανηκουν σε σοβατισμενες ζωες.

Billoff είπε...

Ο Vasiliskos σε μεγάλα κέφια...

Stratos είπε...

Όπως πάντα έγραψες...

Ανώνυμος είπε...

Πολύ καλό.