Τρίτη 8 Ιουλίου 2008

ΣΕ ΖΩΝΤΑΝΗ ΜΕΤΑΔΟΣΗ ΑΠ ΤΗ ΚΟΛΑΣΗ..

Δέκα βήματα κάνω μέχρι τη στάση, δέκα τσακωμούς εισπράττω. Η κυρία πατάει το κλάξον σαν δαιμονισμένη γιατί ένα μηχανάκι μπήκε μπροστά της. Ο νεαρός γυρίζει και τη βρίζει αισχρά. Τους αφήνω εκεί να τσακώνονται, να προλάβω τους άλλους, εκείνους που εύχονται να τους στριμώξει κάποιος στο λεωφορείο για να τον σπρώξουν κι εκείνοι, να εκτονωθούν. Να βρίσουν. Να τρίξουν τα δόντια. Το ταξί σταματάει να κατεβάσει μια κυρία, σταματάει τη κυκλοφορία του λεωφορείου που έρχεται από πίσω. Ο οδηγός βρίζει, η κυρία πληρώνει όπως όπως , τόσο τρομαγμένη που βγαίνοντας πέφτει κάτω τσακίζεται. Δε τη σηκώνει κανείς απλά τα κλάξον σφυράνε πιο τσαντισμένα....

Ο πολιτισμός μας.
Που πας μωρή καριόλα. Τι είπες ρε μαλάκα. Δε κάθεσαι σπίτι σου μαλακισμένη. Περιμένετε να κατέβουμε πρώτα παλιο ηλίθιοι. Δε κοιτάς ρε στραβάδι. Αι γαμήσου παλιο ξεφτίλα. Τι είπες μωρή χαμούρα. Τον παίρνεις παλιο πουστάκι. Θα στο κάνω το κωλαράκι καλοκαιρινό..

Δεν θέλω ν΄ακούω. Σιχαίνομαι. Σιχαίνομαι την επανάσταση της βωμολοχίας και της ψευτομαγκιάς. Το ξέσπασμα του κακομοίρη. Στη γειτονιά μου στη γωνιά μπροστά από μια τράπεζα κάθονται δυό ξέμπαρκοι. Κάθε μέρα. Ο ένας την έχει αράξει μ΄ενα τρατζιστοράκι, ένα κουτί μπύρα, τα τσιγάρα του και ρίχνει κάτι ύπνους θεικούς. Ο άλλος έχει ένα χέρι συνέχεια απλωμένο, ένα μισοκακόμοιρο ύφος και μια κλαψιάρικη φωνή που παρακάλάει συνέχεια. Ακόμα και στη κόλαση υπάρχουν διαβαθμίσεις αξιοπρέπειας. Θα προτιμήσω σαφώς εκείνον με τη μπύρα.

Αυτό δεν είναι κοινωνία. Είναι ριάλυτυ που έχει πιάσει πάτο. Ανθρωπάκια «φτιαγμένα» «φουσκωμένα» τα ρίχνουν σ΄ενα καναπέ. Μπροστά στις κάμερες. Οι ηδονοβλεψίες περιμένουν το καυγά. Να μαλλιοτραβηχτουν σαν ξεφτιλισμένες πόρνες. Ποιά θα πάρει το μοναδικό πελάτη που σκασε μύτη μες τη ξεραίλα της νύχτας. Ενας ολόκληρος θυμός, μια αγανάκτιση συσωρευμένη, οι αδικίες ολου του κόσμου συμαζεμένες σ΄ενα καναπέ. Κλεισμένες μέσα σ΄ενα στούντιο. Μη τυχόν και ξεφύγουν και φτάσουν στο σωστό παραλήπτη.

Γεννιόμαστε βουρλισμένοι. Υπάρχουν κι εκείνοι που ούτε το βυζί της μάννας τους δε δέχονται. Περνάνε άμεσα στο πλαστικό, να πέφτει μπόλικο το γάλα. Ανυπόμονοι κι αχόρταγοι. Φοβερό πράγμα να βιάζεσαι συνέχεια χωρίς νάχεις που να πας. Σαν εκείνα τ΄αρκουδάκια που τα κουρδίζεις συνέχεια αλλά δε μπορούν να κάνουν βήμα. Απλά χτυπιούνται ασταμάτητα. Μέχρι να τα ξανακουρδίσεις πάλι και πάλι. Υπάχει αίσθηση ότι τίποτα δε πάει καλά. Αλλά τα νύχια είναι κομμένα και στις μούρες έχουν περάσει φίμωτρα. Δεν είναι φωνές διαμαρτυρίας. Είναι απλά γρυλίσματα όλα τούτα.

Κάτω από το μολυσμένο ουρανό, με τις εξατμίσεις να ξεβράζουν δηλητήριο ασταμάτητα και το τσιμέντο να καίει οι άνθρωποι δεν ονειρεύονται ανθισμένα λιβάδεια. Ονειρεύονται ξυλοδαρμούς. Μοιάζει ο καθένας σαν να περιμένει το κατάλληλο μαλάκα να ξεσπάσει...

Κι οι αληθινοί μαλάκες είναι εκεί ανενόχλητοι. Πίσω απ΄τις κάμερες. Στη δροσιά, μ΄ενα σάντουιτς στο χέρι κι ένα παγωμένο καφέ ακουμπισμένο στο τραπεζάκι δουλεύουν για να διασκεδάσουν τους αργόσχολους. Δουλεύουν αθέατοι με τα φώτα στραμμένα επάνω μας.

Τα παίρνεις όλα τοις μετρητοίς μου είπε ένας φίλος. Πρέπει να μάθω άμεσα πως τα παίρνει κανείς σ΄επιταγές ή με άτοκες δόσεις. Αλλοιώς κινδυνεύω, να σκαρφαλώσω στο σκαμνάκι της ηλεκτρονικής μου διεύθυνσης κι ως σύγχρονος Δελαπατρίδης ν΄αρχίσω να φωνάζω «άνθρωποι προς τι τα μίση κι ο αλληλοσπαραγμός».

Είναι σ’ εκείνο το στάδιο που η αγανάκτιση μετατρέπεται σε γραφικότητα. Πρέπει να χαμογελάς που και που, να κλείνεις το μάτι στην ασχήμια και να χαλαρώνεις. Αυτό ονομάζεται δημόσιες σχέσεις της ψυχής. Με σκοτώνεις, σε σκοτώνω αλλά δεν θα το κάνουμε και θέμα. Το μετρητοίς παλιά συνήθεια, τώρα υπάρχει αυτόματο μηχάνημα ανάληψης στη σκέψη. Οσα χτυπήσεις τόσα σκέφτεσαι.. Κι εγώ ακόμα επιμένω να σκέφτομαι χύμα. Κλασική συνταγή για να κουράσεις τους υπόλοιπους. Δεν είναι πιασάρικο να μην αφήνεις να πέσει τίποτα κάτω. Δεν είναι πιασάρικο.

Ευτυχώς. Γιατί όταν γίνεσαι πιασάρικος πρέπει να συνυπάρχεις με τους άγαρμπους. Κι οι ανένταχτοι θέλουν νάναι εκτός. Περικυκλωμένοι αλλά εκτός. Το σώμα αναγκαστικά στριμωγμένο μέσα στη σαπίλα και το μυαλό μακριά σαν τη τρέλλα στα βουνά.

Μαύρο το χρώμα του μπλογκ γιατί απέχουμε πολύ από το να γίνουμε διάφανοι. Αλλά ξέρουμε ότι τουλάχιστον θα το προσπαθήσουμε. Μαύρο μέχρι τότε για να θυμόμαστε ότι σ΄αυτή τη νύχτα που βαδίζουμε από παντού μας τη πέφτουνε.

Τα πορτοκαλί γράμματα είναι οι μικροί μας ήλιοι.

1 σχόλιο:

Chameleon_Dark είπε...

"Είναι σ’ εκείνο το στάδιο που η αγανάκτιση μετατρέπεται σε γραφικότητα. Πρέπει να χαμογελάς που και που, να κλείνεις το μάτι στην ασχήμια και να χαλαρώνεις. Αυτό ονομάζεται δημόσιες σχέσεις της ψυχής. Με σκοτώνεις, σε σκοτώνω αλλά δεν θα το κάνουμε και θέμα."

Νομίζω πως δεν θα προσθέσω ένα "και" σε όσα έγραψες... Από τότε που αφηνόμαστε να ασχημήνουμε την ψυχή μας, με το σκεπτικό ότι "υπάρχει και το λίφτινγκ" (ο "ωχαδερφισμός" και ο "στ'αρχιδισμός"...),αυτή η ετερόκλητη παρέα ανθρώπων πουονομάζουμε κοινωνία, θα ασχημαίνει- και θα δείχνει τα δόντια της, γρυλίζοντας σαν σκυλί μαθημένο στις κλωτσιές...